Ηρώ Νικοπούλου, Ο χρόνος που περνά και χάνεται

πάει εκδρομή στις λαϊκές
με παπούτσια αθλητικά
και ψαθάκι του ήλιου
γεμίζει χρώματα το καροτσάκι
γλαρωμένα ψάρια μεσημεριάτικα
Με το μούχρωμα τραβά κατά τα νερά
κι επιβλέπει τον άνεμο
από τους σιωπηλούς γερανούς
των ναυπηγείων
Στις μεγάλες αντάρες
τεμπελιάζει ο χρόνος τού παίρνει καιρό
όμως αποκαθιστά τον ορίζοντα
σαν το νερό στ’ αλφάδι
Τα καλοκαίρια ασβεστώνει ξωκλήσια
Το μαρτιάτικο ξημέρωμα
παραδίδει ωδική στα πουλιά
Σαβανώνουν οι αράχνες του
κοιμητήρια και χαμοσπηλιές
γεφύρια κι ουρανοξύστες
τον αντιγράφουν οι καλλιτέχνες
και ξιπάζονται ανεπανόρθωτα
άλλοτε πάλι αργοπορεί σαν ξένοιαστος
πάνω σ΄ οργωμένο χώμα
ποδοποτάει την σοδιά και χάνεται
Πού πάει ο χρόνος όταν φεύγει
Βάζει τα παπούτσια του και σε κυνηγά
γαλαξιακό γίνεται φως
στο μάτι μακρινού τηλεσκοπίου
σύνθημα γίνεται στο στόμα
εκ γενετής αλάλων
Κάνει την πρωινή γυμναστική του
στο πρώτο κλάμα ενός μωρού
Κόλουρος είναι και φυσά
μέσ’ απ΄ την ουρά του
κι όλο επιστρέφει
μέσα από παλιά σπασμένα
Ζενίθ μεγαλόπρεπα
Ο Μέγας Ωρολογοποιός που
κουρδίζει τον υπερφίαλο πετεινό
και τα ταπεινά του πάγκου ρολόγια
με βήματα ανεπαίσθητα αθόρυβα
ανύπαρκτα
και πάντα πέφτει ύστερα απαλά
χιονίζει τρυφερή καρβουνόσκονη
στις απορημένες μας πλάτες

Κατερίνα Φλωρά, Περαστικό 

Τον ερχομό σαν άνοιξης κάλεσμα
τα γκρίζα σύννεφα στη σκιά του βλέμματος
που χαμηλώνει στης χαράς το πέρασμα

Στιγμή που αναβλήθηκε σε χρόνο αόριστο
σε μελλοντικής κουκίδας πιθανότητα
χαρτάκι που το πήρε ο αέρας και χάθηκε

Άτεγκτος ο χρόνος
σαν δειλιάσουμε να κινήσουμε

Μυρτώ Χμιελέφσκι, Δύο ποιήματα

Home or not home

Τα υφάσματα στην ντουλάπα
στην καρέκλα στο σχοινί είναι μετρημένα
φτάνουν για δυο με τρεις ζωές
η στέγη συντηρείται
με νερό και ηλεκτρισμό
η τροφή στο ντουλάπι στο ψυγείο στο τραπέζι
φτάνει για μια εβδομάδα
με λίγο μειωμένες τις μερίδες

Υπάρχουν και κάποια είδη πολυτελείας
όπως η λεκάνη με το καζανάκι
και μια οθόνη που ενημερώνει
για τις εισροές προσφύγων και τυχόν πνιγμένους

Κάποιος λέει τι κρίμα και θέλει να παρακολουθήσει
αλλά αρχίζει η δημοφιλής δραματική σειρά

*

Migration.gov

Φτάνουν στις τάξεις υποδοχής
όταν το σχολείο έχει αδειάσει.
Τότε κάποιες στήνουμε πανό
-ζητάμε να φοιτούν μόνο δικά μας παιδία.
Κλειδώνουμε με αλυσίδες.
Προφασιζόμαστε ασθένεια
-μην πάμε απ’ έξω και φωνάζουμε.
Άλλες ορθώνουμε τα σφιχτά μας στήθη
ασπίδα για να περάσουν.
Λίγο λίγο συνηθίζεται η αδικία,
τέλος ο ακτιβισμός και άλλα τέτοια.
Ερωτευόμαστε και ασχολούμαστε
με την παραγωγή βιολογικών προϊόντων.

*Από τη συλλογή «Ο πίσω τοίχος, ο ανεπίσημος», εκδόσεις Ενύπνιο, 2021.

Δημήτρης Ζουγκός, Η μελέτη του κόσμου ολοκληρώθηκε

Ι
Για κάθε κατσαρίδα υπάρχει
ένα παπούτσι νούμερο 39
και για κάθε μεγάλη σκέψη
χιλιάδες μικρά κεφάλια.
Την κόβουν σαν λεμονόπιτα
σε επαρχιακή πόλη του Τέξας.

ΙΙ
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία
η τύχη είναι ο χρυσός των μοχθηρών.

ΙΙΙ
Όπου υπάρχει νόημα
υπάρχει περισσότερη ανοησία
και για να την εντοπίσεις
δεν έχεις πάρα να πάρεις μέρος
σε μια συζήτηση με νόημα.

ΙV
Όπου τα λουλούδια είναι νάρκισσοι
τα λιοντάρια δεν χρειάζεται να είναι καχύποπτα.

V
To σύμπαν δεν απαντάει.
Ο κεραυνός είναι μια ερώτηση ρητορική.

VI
Πίσω στο Τέξας
ο Γκιγιώμ αισθάνθηκε δυσφορία.
Έφαγε μια ολάκερη πίτα
κι άρχισε να βλέπει τους ανθρώπους σαν καμπάνες
κάθε χτύπος και μια αγωνία να φωνάξεις υπάρχω.

VII
O Γκιγιώμ πέθανε στο βουνό.
Έκανε πολύ δυνατά ντιν – νταν
και οι λύκοι τον άκουσαν.

Αλέξης Τραϊανός, Ο μορφασμός του νερού

Χιόνιζε απέραντα στους δρόμους
Χιόνιζε σε μένα
Καπνούς του Νοέμβρη
Καπνούς ξεχασμένων ωρών
Μ’ ένα σκούντημα της φωνής σου
Ανάβοντας τους χαμηλούς πυράκανθους
Την τελευταία φωτιά
Πριν απ’ το μορφασμό του νερού

*Από τη συλλογή, “Μικρές μέρες”, εκδ. Τραμ, Θεσσαλονίκη, 1973.

Κωνσταντίνος Βορβής, Κενότητα

Κλείνοντας τα μάτια εισέρχομαι
σε ένα αδυσώπητο λευκό κενό
με βάθος απροσμέτρητο, ασύλληπτο
εχθρικό προς κάθε αίσθηση
άθικτο, άοσμο, αδιόρατο
πυκνό γαλάκτωμα του ανύπαρκτου
κολλώδες στη ρευστότητά του
κινείται, μεταλλάσσεται στο χρόνο
ωστόσο μένοντας αδιάλλακτο
εκεί, στο εσωτερικό των βλεφάρων
να εξαλείφει την όραση, την προοπτική
τα ανώφελα βλέμματα στο αύριο
μέχρι να ανοίξω ξανά τα μάτια
στο μαύρο της αέναης νύχτας.

Σοφία Πολίτου-Βερβέρη, Τρία ποιήματα

Πολιτικά μπάσταρδοι

Πολιτικά μπάσταρδοι
ζούμε ένα νέο είδος εξορίας
στους μικρούς μας τόπους.
Η ιστορία και η γεωγραφία
διαμόρφωσαν την ταυτότητά μας
αγνοώντας την απλή ευτυχία.
Τα κιγκλιδώματα ασφαλείας
ενοχλούνται από τους αεραγωγούς μας.
Ουρλιάζουμε το θάρρος μας.
Θα τα γκρεμίσουμε.

(Από τον καθιστικό στον μεταναστευτικί πληθυσμό
η απόσταση είναι οριακά μηδενική).

*

Ανώφελο

Ο σκόρος και το παγόνι συμπάσχουν,
έπαιξε μαζί τους η φύση κι ας ξεπαραδιάστηκε.
Τα φτερά του σκόρου θορυβούν
σαν τον πεινασμένο Χάρο
και το παγόνι σε διώχνει
πετώντας πέτρες από το στόμα.
Ο σκόρος και το παγόνι καρφώνονται
κάνοντας τα ίδια λάθη.
Πλουμίζουν τα φτερά τους,
στήνονται ως άλλα όντα
όμως τους προδιδει η στιγμή.

*

Στον τόπο που έχει φύγει από τον τόπο του

Στον τόπο που έχει φύγει από τον τόπο του
είμαι η γιορτή.
Οι άλλοι μια σπασμένη θηλιά,
μα εγώ είμαι η γιορτή

*Από τη συλλογή “Στον τόπο που έχει φύγει από τον τόπο του”, Έναστρον Εκδόσεις, 2024.

Γιώργος Δρίτσας, Στον αστερισμό των χαμένων ελπίδων

Α. Αυτοκτονώντας στο Azovstal

Μου είπαν ότι η γη
σταμάτησε να ανθίζει
και τότε αυτοκτόνησα
Μου είπαν οτι ο ουρανός
δεν θα είναι πια γαλανός
και τότε αυτοκτόνησα
Μου είπαν ότι τα μικρά πουλιά
δεν θα ξανακελαηδήσουν
και τότε αυτοκτόνησα
Μου είπαν οτι οι άνθρωποι
έπαψαν να αγαπούν
και τότε αυτοκτόνησα
Μου είπαν ότι τις γυναίκες
άρχισαν να δολοφονούν
και τότε αυτοκτόνησα
Μου είπαν ότι τους άντρες
στον πόλεμο σέρνουν
και τότε αυτοκτόνησα
Μου είπαν ότι τα παιδιά
σιδερένια κοίτη ποδοπατούν
και τότε αυτοκτόνησα
Μου είπαν οτι την “ένδοξη πατρίδα”
-(Slava Ukraini)-
οι “μεγάλοι” στις πλάτες μας μοίρασαν
και τότε αυτοκτόνησα
Μου είπαν ότι οι πολιτικοί
τη χώρα ξεπούλησαν
και τότε αυτοκτόνησα
Μου είπαν ότι οι σύντροφοί μου,
λιωμένοι από τις οβίδες,
σιμά μου κείτονται
και τότε αυτοκτόνησα
Μου είπαν ότι θα δοξαστώ,
πως η ζωή μου “θα αποτελέσει παράδειγμα”,
και τότε αυτοκτόνησα.

Το περίστροφό μου
θα είναι εδώ,
αν το χρειαστείς,
μην ξεχάσεις όμως να απασφαλίσεις
προτού πατήσεις τη σκανδάλη
-για σίγουρα αποτελέσματα.

*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Ένεκεν”, τεύχος Ιανουαρίου-Ιουνίου 2023.

Lawrence Ferlinghetti, Έλα γείρε μαζί μου και γίνε η Αγάπη μου

Φωτογραφία: Peter Lindbergh

Έλα γείρε μαζί μου και γίνε η Αγάπη μου
γείρε μαζί μου αγάπη
ξάπλωσε μαζί μου
κάτω από το κυπαρίσσι
στο γλυκό χορτάρι
εκεί που γέρνει ο άνεμος
εκεί που πεθαίνει ο άνεμος
καθώς η νύχτα περνά
έλα γείρε μαζί μου
όλη νύχτα μαζί μου
και χόρτασε να μου μιλάς
και χόρτασε κάνοντας έρωτα
και άσε τη σαύρα μου να σου μιλά
και άσε τους εαυτούς μας να μιλούν
όλη νύχτα κάτω από το κυπαρίσσι
χωρίς να κάνουμε έρωτα.

Μετάφραση: Κώστας Γιαννουλόπουλος, Φώτης Αθέρας.

*Από εδώ: https://perithorio.com/2023/08/25/lawrence-ferlinghetti-%ce%ad%ce%bb%ce%b1-%ce%b3%ce%b5%ce%af%cf%81%ce%b5-%ce%bc%ce%b1%ce%b6%ce%af-%ce%bc%ce%bf%cf%85-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b3%ce%af%ce%bd%ce%b5-%ce%b7-%ce%b1%ce%b3%ce%ac%cf%80%ce%b7/

Δημήτρης Γλυφός, δοκίμασέ με

δοκίμασέ με
λίγο λίγο ξεφλούδισέ με
κι άσε να σε βάλω για ύπνο

σε ένα σκούρο μπλε πάπλωμα
μια απογευματινή θάλασσα
το σκέφτεσαι να πέσεις να μην πέσεις
με κοιτούσες όλο πνιγμό

όταν κοιμήθηκες
γέμιζα με α-στερητικό
το δωμάτιο
το στρώμα
το κομοδίνο
την κουρτίνα

παρέλυα
στη σκέψη πως θα ζήσω
με την αγωνία της χαριστικής βολής

*

μια συζήτηση που δεν έγινε ποτέ

πώς είναι
να αγαπάς με έναν πόνο;

*

ανοίξαμε κρασί
ακούσαμε λυπημένη μουσική
τραυματίζοντας
τη θλίψη των μεγάλων σπιτιών
θαυμάζοντας
το αίμα στα χείλη
το κρακ των οστών
τη μεθυσμένη στύση
τα γυναικεία πόδια

ώσπου
λ ι γ ό σ τ ε ψ α
Υπό το βάρος των χεριών σου

*

σε συλλαβίζω

πιστεύω
από την αρχή
στον έρωτα
σαν να μην αλλαξοπίστησα ποτέ

*Από τη συλλογή “Υπήρξαμε”, εκδ. Σμίλη, 2021.